- σιλλικύπριον
- σιλλικύπριον, τό,= σέσελι Κύπριον, Hdt.2.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιλλικύπριον — τὸ, Α το σέσελι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέσελι] … Dictionary of Greek
σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… … Dictionary of Greek
σιλλικυπρίων — σίλι neut gen pl σιλλικύπριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλλικύπρια — σίλι neut nom/voc/acc pl σιλλικύπριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)